- ἀνάλλακτος
- ἀνάλλακτος, ον,A unchangeable, Orph.Fr.248.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάλλακτος — και χτος και γος, η, ο (Α ἀνάλλακτος, ον) αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί 2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ἀναλλάκτοισιν — ἀνάλλακτος unchangeable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλλαγος — η, ο ο ανάλλακτος* … Dictionary of Greek